θερμομετρικός

θερμομετρικός
η , ό[ν] температурный, термометрический;

θερμομετρικός καμπύλη — температурная кривая


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "θερμομετρικός" в других словарях:

  • θερμομετρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θερμομετρία ή στο θερμόμετρο 2. φρ. ιατρ. «θερμομετρικό διάγραμμα» γραφική παράσταση τής πορείας τής θερμοκρασίας τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermometrique (< thermometrie, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • θερμομετρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη θερμομέτρηση και τα θερμόμετρα: Θερμομετρική κλίμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»